σηκοβάτης

σηκοβάτης
σηκο-βάτης [ᾰ], ου, , a religious official,
A

θεοῦ Ἑρμανούβιδος BCH 37.94

([place name] Thessalonica).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σηκοβάτης — ὁ, Α (ως τίτλος ιερατικού αξιώματος) αυτός που έχει το δικαίωμα να εισέρχεται στον σηκό, δηλαδή στον κυρίως ναό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «κυρίως ναός» + βάτης (< βαίνω), πρβλ. στηλο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”